- σπληνίτης
- σπληνίτης, ὁ, von der Milz; φλέψ, Milzblutader
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπληνίτης — ὁ, Α αυτός που ανήκει στη σπλήνα ή προέρχεται από αυτήν («σπληνίτης ὑδρωπισμός», Διοκλ. Καρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός + επίθημα ίτης (πρβλ. σιαγον ίτης)] … Dictionary of Greek